όρκιση

όρκιση
[-ις (-εως)] η , όρκισμα τό принятие присяги; приведение к присяге

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "όρκιση" в других словарях:

  • όρκιση — η [ορκίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ορκίζω, η επιβολή ή η κατάθεση όρκου …   Dictionary of Greek

  • όρκιση — η το να ορκίζεται, το να παίρνει κάποιος όρκο, αλλ. ορκωμοσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρκίσῃ — ὁρκίζω make aor subj mid 2nd sg ὁρκίζω make aor subj act 3rd sg ὁρκίζω make fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκοληψία — η η όρκιση σε δικαστή ή άλλης αρμόδιας αρχής νεοδιοριζόμενου δημόσιου λειτουργού κατά την ανάληψη τών καθηκόντων του μετά τη δημοσίευση τού διορισμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. αιμο ληψία. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»